σαπωναρικῇ

σαπωναρικῇ
σαπωναρικός
saponaceous
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαπωναρική — σαπωναρικός saponaceous fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπωναρικός — ή, όν, Α 1. σαπωνοειδής 2. φρ. «σαπωναρική τέχνη» η τέχνη παρασκευής σαπουνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. αρικός, η οποία απαντά σε επίθ. που παράγονται από λ. με θ. σε αρ (πρβλ. πλουμ αρ ικός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”